- υδρομεταλλικός
- η , όν относящийся к минеральным водам или источникам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρομεταλλικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μεταλλικά ή ιαματικά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μεταλλικός] … Dictionary of Greek